ΨΗΦΙΣΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΡΑΗΛΙΝΗΣ ΒΙΑΙΟΤΗΤΑΣ

ΨΗΦΙΣΜΑ - ΚΑΛΕΣΜΑ
Ομίλου Μελέτης για την Ιστορία και τη Κοινωνία

Η συγκέντρωση υπογραφών συνεχίζεται.
Το ΔΣ προκειμένου να μην υπάρχει καμία παρανόηση ή υποβολιμιαία διαστρέβλωση του περιεχομένου της πρωτοβουλίας του ΟΜΙΚ, προσέθεσε στο κείμενο μία διευκρινιστική πρόταση, που είμαστε σίγουροι ότι βρίσκει όλους όσοι έχουμε υπογράψει έως τώρα, σύμφωνους.


ΨΗΦΙΣΜΑ

 

Ο Όμιλος Μελέτης της Ιστορίας και της Κοινωνίας (Ο.Μ.Ι.Κ.) καταδικάζει με τον πιο απερίφραστο τρόπο την τρομοκρατική επίθεση του Ισραηλινού στρατού ενάντια στη νηοπομπή αλληλεγγύης προς το Παλαιστινιακό λαό. Οι εικόνες της ένοπλης επίθεσης στα πλοία που μετέφεραν ανθρωπιστική βοήθεια, η δολοφονία άγνωστου αριθμού ακτιβιστών και οι προκλητικές δηλώσεις των εκπροσώπων του κράτους του Ισραήλ προκαλούν αποτροπιασμό και οργή σε κάθε σκεπτόμενο και προοδευτικό άνθρωπο.

Η καταδίκη της εγκληματικής πολιτικής του κράτους του Ισραήλ και η εκδήλωση συμπαράστασης προς τον Παλαιστινιακό λαό και το δίκαιο αίτημά του για Γη και Ελευθερία πρέπει να συνδεθεί με την πλήρη απομόνωση του Ισραήλ και των διπλωματικών του αντιπροσωπειών. Τα τελευταία χρόνια η πρεσβεία του Ισραήλ στην Ελλάδα έχει επιδείξει ιδιαίτερη κινητικότητα στην προώθηση εκπαιδευτικών, επιστημονικών και λογοτεχνικών δραστηριοτήτων (συναντήσεις, συνέδρια, υποτροφίες και χορηγίες), κάτω από το μανδύα της επιστημονικής και ακαδημαϊκής ουδετερότητας.

Εμείς που υπογράφουμε το κείμενο αυτό δηλώνουμε την κατηγορηματική μας άρνηση να συνεργαστούμε με το κράτος του Ισραήλ και τους μηχανισμούς του. Καλούμε τους συναδέλφους μας ιστορικούς, αρχαιολόγους, εκπαιδευτικούς και  κοινωνικούς επιστήμονες να καταδικάσουν την πολιτική του κράτους του Ισραήλ μέσω ενός ενεργητικού μποϋκοτάζ των επιστημονικών και ακαδημαϊκών πρωτοβουλιών που τελούν υπό την άμεση ή έμμεση αιγίδα του.

Δηλώνουμε την αμέριστη συμπαράστασή μας σε όλους εκείνους -ανεξαρτήτως καταγωγής και θρησκεύματος- που μάχονται στο Ισραήλ για μία δίκαιη λύση συναδέλφωσης των λαών. Οι θαρραλέες φωνές στο εσωτερικό του Ισραήλ που καταδικάζουν την πολιτική του και επισημαίνουν τον εγκληματικό του ρόλο στην περιοχή, πρέπει να ενισχυθούν με κάθε μέσο. Στο πλαίσιο αυτό, δηλώνουμε την αλληλεγγύη μας στους φοιτητές, στους ερευνητές και στους επιστήμονες που αψηφούν το "κηνύγι μαγισσών", την τρομοκρατία και τη συκοφάντηση και αρνούνται να συναινέσουν στις φασιστικές πρακτικές του κράτους του Ισραήλ.

 

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΜΙΚ

 

 

[Μπορείτε να συνυπογράψετε το κείμενο αυτό στέλνοντας τα στοιχεία σας στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του Ομίλου στο: omilosmeletis@yahoo.gr]



f

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΗ 2008


(Νεα Μορφή)



            Στα τέλη του 2005, ένας μικρός αριθμός νέων κοινωνικών επιστημόνων, ιστορικών της νεώτερης ιστορίας, αρχαιολόγων, ιστορικών της τέχνης, παιδαγωγών, προχώρησαν στην ίδρυση σωματείου με το όνομα: «Όμιλος για τη Μελέτη της Ιστορίας και της Κοινωνίας» (ΟΜΙΚ). Οι σκοποί της κίνησης αυτής δεν ήταν σαφείς από την αρχή, ούτε είχαν αποσαφηνιστεί περισσότερο, όταν το σωματείο απέκτησε νομική μορφή στις αρχές του 2006. Η γενική ιδέα ήταν να προσπαθήσουμε να αποποιηθούμε την υποβάθμιση των κοινωνικών επιστημών και, αναπτύσσοντας ως συλλογικότητα μια παρεμβατική πρακτική, να επιχειρήσουμε να αντισταθούμε στην αποδοχή της αυτοαναφορικότητας και των νομιμοποιητικών ρόλων, στους οποίους εγκλωβίζει σήμερα τους κοινωνικούς επιστήμονες ο σύγχρονος καταμερισμός της εργασίας και η εξειδίκευση.

            Το αρνητικό κοινωνικό, ιδεολογικοπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον της δεκαετίας του ’90 κατέστησε αναιμικές τις περισσότερες από τις θετικές κοινωνικές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει το «άνοιγμα» των πανεπιστημίων κατά τη δεκαετία του ’80. Οι κοινωνικοί επιστήμονες ιδιαίτερα, όσοι τουλάχιστον πήραν και παίρνουν το πτυχίο τους από τα μέσα του ’90 και μετά, είχαν και έχουν να αντιμετωπίσουν την πλήρη απαξίωση των σπουδών τους: τη μετάλλαξη των θεσμών υποδοχής τους (εκπαίδευση, πανεπιστήμια, έρευνα, πολιτισμός) από δομές της όποιας ασφαλούς εργασιακής ένταξης, παραγωγής γνώσης, παιδείας και κοινωνικής προσφοράς, σε άκρως ανταγωνιστικά περιβάλλοντα που υπηρετούν την αγορά. Για να επιβιώσουν, για να αποφύγουν την ανεργία αλλά και τις άλλες προς τα κάτω πιέσεις του συστήματος, οι νέοι κοινωνικοί επιστήμονες είτε εγκαταλείπουν το αντικείμενο της σπουδής τους, είτε αποδύονται (όσοι έχουν την αντοχή και τους πόρους) σε έναν ανθρωποφαγικό και πολυδάπανο αγώνα δρόμου για την απόκτηση «πρόσθετων προσόντων», με στόχο την απόκτηση ενός ανταγωνιστικού και ευέλικτου στην αγορά εργασίας βιογραφικού, είτε «τρυπώνουν» σε μια γωνιά των θεσμών υποδοχής, αρκούμενοι στο ξεροκόμματό τους και σωπαίνοντας για πάντα, είτε, τέλος, υιοθετούν συνδυαστικά τις παραπάνω πρακτικές.

            Οι αντικειμενικές αυτές συνθήκες είναι πράγματι οδυνηρές και μοιάζουν αναπόφευκτες για όλους μας, αλλά οι υποκειμενικοί όροι με βάση τους οποίους τις προσλαμβάνουμε εμείς οι ίδιοι οι νέοι κοινωνικοί επιστήμονες είναι ακόμη καταθλιπτικότεροι. Αν αναλογιστούμε τον βαθμό του κυνισμού που επικρατεί στον «χώρο» μας, δεν κοστίζει πλέον τίποτε να παραδεχτούμε ότι στην πράξη η κυρίαρχη απάντησή μας, συνοδευόμενη συχνά από αριστερή φρασεολογία, είναι η συναίνεση: υιοθέτηση ατομικών στρατηγικών, συντεχνιακές και ασυνεχείς (και γι’ αυτό αναξιόπιστες και ασυνεπείς) συνδικαλιστικές διεκδικήσεις, πρόσληψη του κοινωνικού μας ρόλου το πολύ με βάση χοντροκομμένους πολιτικούς όρους, που συχνά υποτάσσουν την επιστημονική μας εργασία σε πρόχειρες και ανέξοδες αριστερές ιδεολογικοποιήσεις.

            Όσες επαναστατικές φράσεις και αν αρθρώσουμε γραπτά ή προφορικά, κανένας (και φυσικά ούτε εμείς) δεν μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του αμέτοχο στη συναινετική διαδικασία, όταν τους ίδιους τους ολοένα λιγότερους δημόσιους θεσμούς υποδοχής και αναπαραγωγής μας τους έχουν καταλάβει οι ιδιώτες χρηματοδότες και χορηγοί, ή όταν αυτοί οι θεσμοί σχεδόν απονεκρώνονται μόλις παύουν να ρέουν τα «κοινοτικά κονδύλια». Για να μη μιλήσουμε για τις εργασιακές και οικονομικές συνθήκες κάτω από τις οποίες παράγει έργο, λιγότερο ή περισσότερο αμφίβολης επιστημονικής ποιότητας, το νέο «επιστημονικό προλεταριάτο» (προς όφελος των μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων και των διαφόρων «τσιφλικάδων» του χώρου μας) για τις εκδόσεις περιπτέρου, για την κατάρτιση ποικίλων βάσεων δεδομένων, για την «κοινωνία της πληροφορίας», για την κατάρτιση αρχαιολογικών ημερολογίων και αναφορών, για τη σύνταξη λημμάτων εκθέσεων, κ.τ.λ.

            Σήμερα, λοιπόν, για πολλούς λόγους και για τους περισσότερους από εμάς, η απόσταση ανάμεσα στην παραγωγή επιστημονικού έργου και στην οποιαδήποτε κοινωνική διαθεσιμότητα (πόσο μάλλον στην πολιτική στράτευση) φαίνεται να είναι πολύ μεγαλύτερη από άλλοτε. Όχι μόνο επειδή αυτά τα δύο έχουν καταλήξει να μοιάζουν ασύμβατα λόγω του κυνηγιού της «ατομικής σωτηρίας», αλλά και επειδή υποκειμενικά και αντικειμενικά γίνεται ολοένα δυσκολότερο να ασκεί κανένας την επιστήμη του συνεργαζόμενος με άλλους, χωρίς να παρεμβάλλονται εκμεταλλευτικές πιέσεις και ποικίλοι καταναγκασμοί ή εκβιασμοί.

            Αλλά η συνεργασία αποτελεί βασικό στοιχείο της ανθρωποποιητικής διαδικασίας και της κοινωνικοποίησης. Ειδικά εμείς, οι νέοι κοινωνικοί επιστήμονες, δεν μπορούμε να εκχωρήσουμε την πλήρωση της επιτακτικής αυτής ανάγκης, αποδεχόμενοι αμαχητί τους όρους που μας επιβάλλονται από την ταξικότητα που επικρατεί στους επιστημονικούς μας χώρους, από την αγορά εργασίας και από τους μηχανισμούς παροχής μετρήσιμων «προσόντων». Δεν θα έπρεπε, δηλαδή, να υποκύψουμε στις πιέσεις που μας υποδεικνύουν ως καλύτερη λύση τον ατομικισμό.

            Για τον λόγο αυτό, η βασικότερη επιδίωξη του «ΟΜΙΚ» είναι η κατάκτηση μιας συνεργατικότητας, η οποία θα είναι κατά το δυνατό απαλλαγμένη από τον ατομικιστικό ανταγωνισμό και, κατά συνέπεια, θα λειτουργεί ως τροχοπέδη στην αναπαραγωγή της συναίνεσης που κυριαρχεί στον χώρο μας. Η κατάκτηση αυτή αποδεικνύεται δύσκολη, διότι μαζί με τη συνεργατικότητα έχει χαθεί και η δυνατότητα ουσιαστικής συζήτησης πάνω στα σημαντικά ζητήματα. Οι περισσότεροι θεωρούν την προσπάθεια ουσιαστικής συζήτησης πάνω στο ζήτημα του κοινωνικού μας ρόλου «ομφαλοσκόπηση», σε μια στιγμή όπου, καθώς λένε οι ίδιοι, η βασικότερη ανάγκη είναι η «εξωστρέφεια» και η «συνάφεια με την κοινωνία». Πίσω από αυτή την διαθεσιμότητα της πολυπραγμοσύνης κρύβεται η αντίληψη ότι «δεν μπορούμε να χάνουμε χρόνο αποσυρόμενοι από το κοινωνικό πεδίο του ατομικιστικού ανταγωνισμού».

            Πιστεύουμε ότι ως κοινωνικοί επιστήμονες δεν έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα στην «εξωστρέφεια» και στην «εσωστρέφεια» σαν αυτή η επιλογή να ήταν του χεριού μας και να εξαρτιόταν μόνο από εμάς, αλλά έχουμε να αναγνώσουμε ορθά την πραγματικότητά μας, να αξιολογήσουμε τις κοινωνικές ανάγκες, και να επιχειρήσουμε να παρέμβουμε μετρημένα, στρατηγικά και συνεργατικά. Και οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η διαθεσιμότητα αυτού του δεύτερου είδους εμφανίζει προς το παρόν υστερήσεις ανάμεσα και σε εμάς, στα μέλη του Ομίλου μας.

            Παρ’ όλα αυτά, ως Όμιλος θεωρούμε ότι ορισμένες βασικές επιλογές μας έχουν δικαιωθεί και άλλες ότι βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση.

            Η πρώτη επιλογή είναι αυτή μιας διεπιστημονικής συνεργασίας που διαλέγεται κριτικά με την εξειδίκευση. Ο κριτικός αυτός διάλογος, τον οποίο θέλουμε να διευρύνουμε προς όλες τις κατευθύνσεις (ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, πολιτική οικονομία, πολιτική επιστήμη, ψυχολογία, εκπαίδευση, κ.τ.λ.) προσδοκούμε να αντιπαρατεθεί στη μονομέρεια και στην απομόνωση, στην οποία οδηγούνται σήμερα οι κοινωνικοί επιστήμονες.

            Επειδή ο Όμιλος αποτελείται κυρίως από επιστήμονες που μελετούν το παρελθόν, η δεύτερη επιλογή είναι η προσπάθεια να συντεθούν δημιουργικά η διαχρονική με τη συγχρονική επιστημονική ματιά. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι, ούτως ή άλλως, σπάνια μια επιστημονική εργασία, κάθε εργασία, μπορεί να θεωρηθεί έξω από τη συγχρονία, με την έννοια ότι ακόμη και η φυγή από την πραγματικότητα είναι, τελικά, επιλογή που απαντά σε σημερινά προβλήματα. Η ρητή δέσμευση στη συγχρονία, όμως, δημιουργεί υποχρεώσεις πολιτικής υφής που, κατά τη γνώμη μας, κάθε επιστήμονας οφείλει να αναλαμβάνει. Η δέσμευση αυτή βοηθά ίσως στο να ξεκαθαριστούν διάφορες συγχύσεις οι οποίες μας ταλανίζουν όλους, όπως το τι σημαίνει στ’ αλήθεια επιστημονική αποστασιοποίηση ή το πώς διαπλέκονται η επιστημονική ταυτότητα των επιστημόνων με την πολιτική τους ταυτότητα.

            Η τρίτη επιλογή είναι μια συγκεκριμένη αντίληψη για τον ρόλο της ιστορίας μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών. Αντιλαμβανόμαστε τον ρόλο της ιστορίας ως κεντρικό. Θεωρούμε την ιστορία ως τον πιο αξιόπιστο nexusrerumuniversalis (συνδετικό αιτιακό ιστό των πραγμάτων του κόσμου), κατά τη φράση του γερμανού ιστορικού του Διαφωτισμού JohannChristophGatterer (1727-1799) και, για τον λόγο αυτό, της αποδίδουμε τον ρόλο του γενικού συντονιστή σε ένα επιστημολογικό πλαίσιο όπου οι άλλοι επιστημονικοί κλάδοι αφενός συμμετέχουν ελεύθερα και ισότιμα, και αφετέρου θεωρούν απαραίτητο αυτόν τον μεταξύ τους συντονισμό.

            Με το παραπάνω σκεπτικό, ο «ΟΜΙΚ» έχει ήδη ανοίξει κάποιες συγκεκριμένες θεματικές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ματιά του περιορίζεται σε αυτές: Η παραγωγή της ιστορίας και η διάχυσή της στην κοινωνία (π.χ. σχολική ιστορία, ιστορική «εκλαΐκευση», κ.τ.λ.), Ιστορία της μεταπολίτευσης και του συνδικαλισμού, Αρχαιολογία στην πράξη, Ιστορία των εξεγέρσεων. Τα πρακτικά της συζήτησης που παρουσιάζονται εδώ αποτελούν τμήμα αυτής της τελευταίας θεματικής, η οποία άνοιξε τον Μάρτιο του 2008, δηλαδή λίγο πριν από τα γεγονότα του Δεκεμβρίου το ίδιο εκείνο έτος, τα οποία συζητούνται εδώ.

            Δεν εννοούμε, βέβαια, ότι ο «ΟΜΙΚ» υπήρξε προφήτης. Αυτό που συνέβη είναι μάλλον ότι η επιλογή του Ομίλου ήταν μόνο μία ανάμεσα στις πολλές αντίστοιχες επιλογές ανθρώπων, ομάδων και χώρων, που συντονίστηκαν με ένα γενικότερο κοινωνικό κλίμα. Το ενδιαφέρον μας για την «εξέγερση» ως αντικείμενο ιστορικής μελέτης εντάσσεται στο γενικότερο ενδιαφέρον για τη μελέτη της κοινωνικής αλλαγής. Η μελέτη της εξέγερσης και της κοινωνικής αλλαγής περνάει αναπόφευκτα μέσα από την επιστήμη της ιστορίας και διαπλέκεται με τη συγχρονία. Οι σημερινές δυσχέρειες στην αναπαραγωγή του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος καθιστούν ξανά επίκαιρες τις έννοιες της μεταρρύθμισης, της ταξικής διαφοροποίησης και της σύγκρουσης, και επιτείνουν την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση των κοινωνικών υποκειμένων. Και, όπως ελπίζουμε ότι διαφαίνεται στα πρακτικά της παρούσας συζήτησης, αυτό που προτείνει ο Όμιλος είναι ότι σε μία τέτοια συγκυρία θα έπρεπε όχι μόνο να σκεφτούμε βαθιά, αλλά και να δράσουμε συνειδητά και σοβαρά, τόσο ως επιστήμονες, όσο και ως πολίτες.